σύνδεμα

σύνδεμα
το, Ν
1. ύλη που χρησιμεύει για σύνδεση, συγκόλληση, συνδετική ύλη
2. μεταλλικό τεμάχιο το οποίο συνδέει δύο τμήματα εργαλείου ή μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπ. Ζαμπέλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”